καινοπηγές

καινοπηγές
καινοπηγής
newly put together
masc/fem voc sg
καινοπηγής
newly put together
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καινοπηγής — καινοπηγής, ές (Α) ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυ πηγής, νεο πηγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”